- ληστοσυμμορίτης
- ο бандит, разбойник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ληστοσυμμορίτης — ο μέλος συμμορίας ληστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστοσυμμορία. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ληστοσυμμορίτης — ο θηλ. ισσα μέλος της ληστοσυμμορίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)